Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀποπροελών
ἀπόπροθεν
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπροτάμνω
ἀποπτάμενος
ἀποπτύω
ἀπόρθητος
ἀπόρνυμι
ἀπορούω
ἀπορραίω
ἀπορρήγνυμι
ἀπορριγέω
ἀπορρίπτω
ἀπορρώξ
ἀποσεύω
ἀποσκεδάννυμι
ἀποσκίδναμαι
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσπένδω
ἀποσταδά
View word page
ἀπορραίω
[ἀπο- 1.]
To take away: ἦτορ Od. 16.428.
With double acc.: κτήματά σε Od. 1.404.
ShortDef
to bereave
Debugging
Headword:
ἀπορραίω
Headword (normalized):
ἀπορραίω
Headword (normalized/stripped):
απορραιω
IDX:
1223
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1224
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀπο- 1.]</p> <p>To take away: ἦτορ Od. 16.428.</p> <p>With double acc.: κτήματά σε Od. 1.404.</p>'}