Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀποπροέηκε
ἀποπροελών
ἀπόπροθεν
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπροτάμνω
ἀποπτάμενος
ἀποπτύω
ἀπόρθητος
ἀπόρνυμι
ἀπορούω
ἀπορραίω
ἀπορρήγνυμι
ἀπορριγέω
ἀπορρίπτω
ἀπορρώξ
ἀποσεύω
ἀποσκεδάννυμι
ἀποσκίδναμαι
ἀποσκυδμαίνω
ἀποσπένδω
View word page
ἀπορούω

[ἀπ-, ἀπο- 1.]

To spring or dart away Il. 5.20, 297, 836, Il. 11.145, Il. 17.483, Il. 21.251: Od. 22.95.

ShortDef

to dart away

Debugging

Headword:
ἀπορούω
Headword (normalized):
ἀπορούω
Headword (normalized/stripped):
απορουω
IDX:
1222
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1223
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπ-, ἀπο- 1.]</p> <p>To spring or dart away Il. 5.20, 297, 836, Il. 11.145, Il. 17.483, Il. 21.251: Od. 22.95.</p>'}