Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀποπροαιρέω
ἀποπροέηκε
ἀποπροελών
ἀπόπροθεν
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπροτάμνω
ἀποπτάμενος
ἀποπτύω
ἀπόρθητος
ἀπόρνυμι
ἀπορούω
ἀπορραίω
ἀπορρήγνυμι
ἀπορριγέω
ἀπορρίπτω
ἀπορρώξ
ἀποσεύω
ἀποσκεδάννυμι
ἀποσκίδναμαι
ἀποσκυδμαίνω
View word page
ἀπόρνυμι

[ἀπ-, ἀπο- 1.]

In mid., to set forth: ἀπορνύμενον λυκίηθεν Il. 5.105.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπόρνυμι
Headword (normalized):
ἀπόρνυμι
Headword (normalized/stripped):
απορνυμι
IDX:
1221
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1222
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπ-, ἀπο- 1.]</p> <p>In mid., to set forth: ἀπορνύμενον λυκίηθεν Il. 5.105.</p>'}