Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀποπνείω
ἀποπρό
ἀποπροαιρέω
ἀποπροέηκε
ἀποπροελών
ἀπόπροθεν
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπροτάμνω
ἀποπτάμενος
ἀποπτύω
ἀπόρθητος
ἀπόρνυμι
ἀπορούω
ἀπορραίω
ἀπορρήγνυμι
ἀπορριγέω
ἀπορρίπτω
ἀπορρώξ
ἀποσεύω
ἀποσκεδάννυμι
View word page
ἀποπτύω
[ἀπο- 1.]
To spit forth or out: ὄνθον Il. 23.781.
Of a wave: ἁλὸς ἄχνην Il. 4.426.
ShortDef
to spit out
Debugging
Headword:
ἀποπτύω
Headword (normalized):
ἀποπτύω
Headword (normalized/stripped):
αποπτυω
IDX:
1219
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1220
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀπο- 1.]</p> <p>To spit forth or out: ὄνθον Il. 23.781.</p> <p>Of a wave: ἁλὸς ἄχνην Il. 4.426.</p>'}