Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀποπλύνω
ἀποπνείω
ἀποπρό
ἀποπροαιρέω
ἀποπροέηκε
ἀποπροελών
ἀπόπροθεν
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπροτάμνω
ἀποπτάμενος
ἀποπτύω
ἀπόρθητος
ἀπόρνυμι
ἀπορούω
ἀπορραίω
ἀπορρήγνυμι
ἀπορριγέω
ἀπορρίπτω
ἀπορρώξ
ἀποσεύω
View word page
ἀποπτάμενος
aor. pple. ἀποπέτομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποπτάμενος
Headword (normalized):
ἀποπτάμενος
Headword (normalized/stripped):
αποπταμενος
IDX:
1218
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1219
Key:
Data
{'content': '<p>aor. pple. ἀποπέτομαι.</p>'}