Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀποπλείω
ἀποπλύνω
ἀποπνείω
ἀποπρό
ἀποπροαιρέω
ἀποπροέηκε
ἀποπροελών
ἀπόπροθεν
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπροτάμνω
ἀποπτάμενος
ἀποπτύω
ἀπόρθητος
ἀπόρνυμι
ἀπορούω
ἀπορραίω
ἀπορρήγνυμι
ἀπορριγέω
ἀπορρίπτω
ἀπορρώξ
View word page
ἀποπροτάμνω

[ἀπο- 1 + προ- 2.]

Aor. pple. ἀποπροταμών.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποπροτάμνω
Headword (normalized):
ἀποπροτάμνω
Headword (normalized/stripped):
αποπροταμνω
IDX:
1217
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1218
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 1 + προ- 2.]</p> <p>Aor. pple. ἀποπροταμών.</p>'}