Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀποπλάζω
ἀποπλείω
ἀποπλύνω
ἀποπνείω
ἀποπρό
ἀποπροαιρέω
ἀποπροέηκε
ἀποπροελών
ἀπόπροθεν
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπροτάμνω
ἀποπτάμενος
ἀποπτύω
ἀπόρθητος
ἀπόρνυμι
ἀπορούω
ἀπορραίω
ἀπορρήγνυμι
ἀπορριγέω
ἀπορρίπτω
View word page
ἀποπροΐημι

[ἀπο- 1 + προ- 1 + ἵημι1.]

3 sing. aor. ἀποπροέηκε Od. 14.26, Od. 22.327.

From ἀποπροϊέω3 sing. impf. ἀποπροΐει Od. 22.82.

ShortDef

to send away forward, send on

Debugging

Headword:
ἀποπροΐημι
Headword (normalized):
ἀποπροΐημι
Headword (normalized/stripped):
αποπροιημι
IDX:
1216
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1217
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 1 + προ- 1 + ἵημι1.]</p> <p>3 sing. aor. ἀποπροέηκε Od. 14.26, Od. 22.327.</p> <p>From ἀποπροϊέω3 sing. impf. ἀποπροΐει Od. 22.82.</p>'}