ἀποπροΐημι
[ἀπο- 1 + προ- 1 + ἵημι1.]
3 sing. aor. ἀποπροέηκε Od. 14.26, Od. 22.327.
From ἀποπροϊέω3 sing. impf. ἀποπροΐει Od. 22.82.
[ἀπο- 1 + προ- 1 + ἵημι1.]
3 sing. aor. ἀποπροέηκε Od. 14.26, Od. 22.327.
From ἀποπροϊέω3 sing. impf. ἀποπροΐει Od. 22.82.