Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀποπέσῃσι
ἀποπέτομαι
ἀποπίπτω
ἀποπλάζω
ἀποπλείω
ἀποπλύνω
ἀποπνείω
ἀποπρό
ἀποπροαιρέω
ἀποπροέηκε
ἀποπροελών
ἀπόπροθεν
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπροτάμνω
ἀποπτάμενος
ἀποπτύω
ἀπόρθητος
ἀπόρνυμι
ἀπορούω
ἀπορραίω
View word page
ἀποπροελών

aor. pple. ἀποπροαιρέω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποπροελών
Headword (normalized):
ἀποπροελών
Headword (normalized/stripped):
αποπροελων
IDX:
1213
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1214
Key:

Data

{'content': '<p>aor. pple. ἀποπροαιρέω.</p>'}