Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀποπέμπω
ἀποπέσῃσι
ἀποπέτομαι
ἀποπίπτω
ἀποπλάζω
ἀποπλείω
ἀποπλύνω
ἀποπνείω
ἀποπρό
ἀποπροαιρέω
ἀποπροέηκε
ἀποπροελών
ἀπόπροθεν
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπροτάμνω
ἀποπτάμενος
ἀποπτύω
ἀπόρθητος
ἀπόρνυμι
ἀπορούω
View word page
ἀποπροέηκε
3 sing. aor. ἀποπροίημι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποπροέηκε
Headword (normalized):
ἀποπροέηκε
Headword (normalized/stripped):
αποπροεηκε
IDX:
1212
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1213
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἀποπροίημι.</p>'}