Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀποπαύω
ἀποπέμπω
ἀποπέσῃσι
ἀποπέτομαι
ἀποπίπτω
ἀποπλάζω
ἀποπλείω
ἀποπλύνω
ἀποπνείω
ἀποπρό
ἀποπροαιρέω
ἀποπροέηκε
ἀποπροελών
ἀπόπροθεν
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπροτάμνω
ἀποπτάμενος
ἀποπτύω
ἀπόρθητος
ἀπόρνυμι
View word page
ἀποπροαιρέω

[ἀπο- 1 + προ- 2 + αἱρέω.]

Aor. pple. ἀποπροελών.

ShortDef

to take away from

Debugging

Headword:
ἀποπροαιρέω
Headword (normalized):
ἀποπροαιρέω
Headword (normalized/stripped):
αποπροαιρεω
IDX:
1211
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1212
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 1 + προ- 2 + αἱρέω.]</p> <p>Aor. pple. ἀποπροελών.</p>'}