Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀποπαπταίνω
ἀποπαύω
ἀποπέμπω
ἀποπέσῃσι
ἀποπέτομαι
ἀποπίπτω
ἀποπλάζω
ἀποπλείω
ἀποπλύνω
ἀποπνείω
ἀποπρό
ἀποπροαιρέω
ἀποπροέηκε
ἀποπροελών
ἀπόπροθεν
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπροτάμνω
ἀποπτάμενος
ἀποπτύω
ἀπόρθητος
View word page
ἀποπρό

[ἀπό + πρό.]

ShortDef

far away, afar off

Debugging

Headword:
ἀποπρό
Headword (normalized):
ἀποπρό
Headword (normalized/stripped):
αποπρο
IDX:
1210
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1211
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπό + πρό.]</p>'}