Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀποξύω
ἀποπαπταίνω
ἀποπαύω
ἀποπέμπω
ἀποπέσῃσι
ἀποπέτομαι
ἀποπίπτω
ἀποπλάζω
ἀποπλείω
ἀποπλύνω
ἀποπνείω
ἀποπρό
ἀποπροαιρέω
ἀποπροέηκε
ἀποπροελών
ἀπόπροθεν
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπροτάμνω
ἀποπτάμενος
ἀποπτύω
View word page
ἀποπνείω
[ἀπο- 1.]
To breathe forth: θυμόν Il. 4.524, Il. 13.654, πυρὸς μένος Il. 7.182: ὀδμήν Od. 4.406.
ShortDef
breathe forth, exhale
Debugging
Headword:
ἀποπνείω
Headword (normalized):
ἀποπνείω
Headword (normalized/stripped):
αποπνειω
IDX:
1209
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1210
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀπο- 1.]</p> <p>To breathe forth: θυμόν Il. 4.524, Il. 13.654, πυρὸς μένος Il. 7.182: ὀδμήν Od. 4.406.</p>'}