Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπονόσφι
ἀποξύνω
ἀποξύω
ἀποπαπταίνω
ἀποπαύω
ἀποπέμπω
ἀποπέσῃσι
ἀποπέτομαι
ἀποπίπτω
ἀποπλάζω
ἀποπλείω
ἀποπλύνω
ἀποπνείω
ἀποπρό
ἀποπροαιρέω
ἀποπροέηκε
ἀποπροελών
ἀπόπροθεν
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
ἀποπροτάμνω
View word page
ἀποπλείω

[ἀπο- 1.]

3 sing. aor. ἀπέπλω Od. 14.339.

ShortDef

sail away

Debugging

Headword:
ἀποπλείω
Headword (normalized):
ἀποπλείω
Headword (normalized/stripped):
αποπλειω
IDX:
1207
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1208
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 1.]</p> <p>3 sing. aor. ἀπέπλω Od. 14.339.</p>'}