Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπονοστέω
ἀπονόσφι
ἀποξύνω
ἀποξύω
ἀποπαπταίνω
ἀποπαύω
ἀποπέμπω
ἀποπέσῃσι
ἀποπέτομαι
ἀποπίπτω
ἀποπλάζω
ἀποπλείω
ἀποπλύνω
ἀποπνείω
ἀποπρό
ἀποπροαιρέω
ἀποπροέηκε
ἀποπροελών
ἀπόπροθεν
ἀπόπροθι
ἀποπροΐημι
View word page
ἀποπλάζω

[ἀπο- 1.]

2 sing. aor. pass. ἀπεπλάγχθης Od. 8.573, Od. 15.382.

3 sing. -η Il. 22.291.

Pple. ἀποπλαγχθείς, -έντος Il. 13.592: Od. 9.259, Od. 12.285.

Fem. -εῖσα Il. 13.578.

In pass.

ShortDef

to lead astray from

Debugging

Headword:
ἀποπλάζω
Headword (normalized):
ἀποπλάζω
Headword (normalized/stripped):
αποπλαζω
IDX:
1206
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1207
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 1.]</p> <p>2 sing. aor. pass. ἀπεπλάγχθης Od. 8.573, Od. 15.382.</p> <p>3 sing. -η Il. 22.291.</p> <p>Pple. ἀποπλαγχθείς, -έντος Il. 13.592: Od. 9.259, Od. 12.285.</p> <p>Fem. -εῖσα Il. 13.578.</p> <p>In pass.</p>'}