Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπονίνημι
ἀπονίπτεσθαι
ἀπονίψατε
ἀπονοστέω
ἀπονόσφι
ἀποξύνω
ἀποξύω
ἀποπαπταίνω
ἀποπαύω
ἀποπέμπω
ἀποπέσῃσι
ἀποπέτομαι
ἀποπίπτω
ἀποπλάζω
ἀποπλείω
ἀποπλύνω
ἀποπνείω
ἀποπρό
ἀποπροαιρέω
ἀποπροέηκε
ἀποπροελών
View word page
ἀποπέσῃσι

3 sing. aor. subj. ἀποπίπτω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποπέσῃσι
Headword (normalized):
ἀποπέσῃσι
Headword (normalized/stripped):
αποπεσησι
IDX:
1203
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1204
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. subj. ἀποπίπτω.</p>'}