Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀπόνητο
ἀπονίζω
ἀπονίνημι
ἀπονίπτεσθαι
ἀπονίψατε
ἀπονοστέω
ἀπονόσφι
ἀποξύνω
ἀποξύω
ἀποπαπταίνω
ἀποπαύω
ἀποπέμπω
ἀποπέσῃσι
ἀποπέτομαι
ἀποπίπτω
ἀποπλάζω
ἀποπλείω
ἀποπλύνω
ἀποπνείω
ἀποπρό
ἀποπροαιρέω
View word page
ἀποπαύω
[ἀπο- 7.]
ShortDef
to stop
Debugging
Headword:
ἀποπαύω
Headword (normalized):
ἀποπαύω
Headword (normalized/stripped):
αποπαυω
IDX:
1201
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1202
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀπο- 7.]</p>'}