Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀπονήσεται
ἀπόνητο
ἀπονίζω
ἀπονίνημι
ἀπονίπτεσθαι
ἀπονίψατε
ἀπονοστέω
ἀπονόσφι
ἀποξύνω
ἀποξύω
ἀποπαπταίνω
ἀποπαύω
ἀποπέμπω
ἀποπέσῃσι
ἀποπέτομαι
ἀποπίπτω
ἀποπλάζω
ἀποπλείω
ἀποπλύνω
ἀποπνείω
ἀποπρό
View word page
ἀποπαπταίνω
[ἀπο- 1.]
3 pl. fut. ἀποπαπτανέουσι.
ShortDef
to look about one
Debugging
Headword:
ἀποπαπταίνω
Headword (normalized):
ἀποπαπταίνω
Headword (normalized/stripped):
αποπαπταινω
IDX:
1200
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1201
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀπο- 1.]</p> <p>3 pl. fut. ἀποπαπτανέουσι.</p>'}