Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπονέω
ἀπονήσεται
ἀπόνητο
ἀπονίζω
ἀπονίνημι
ἀπονίπτεσθαι
ἀπονίψατε
ἀπονοστέω
ἀπονόσφι
ἀποξύνω
ἀποξύω
ἀποπαπταίνω
ἀποπαύω
ἀποπέμπω
ἀποπέσῃσι
ἀποπέτομαι
ἀποπίπτω
ἀποπλάζω
ἀποπλείω
ἀποπλύνω
ἀποπνείω
View word page
ἀποξύω

[ἀπο- 1.]

To scrape off. Fig.: γῆρας ἀποξύσας Il. 9.446.

ShortDef

to strip off

Debugging

Headword:
ἀποξύω
Headword (normalized):
ἀποξύω
Headword (normalized/stripped):
αποξυω
IDX:
1199
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1200
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 1.]</p> <p>To scrape off. Fig.: γῆρας ἀποξύσας Il. 9.446.</p>'}