Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀποναίω
ἀπονέω
ἀπονήσεται
ἀπόνητο
ἀπονίζω
ἀπονίνημι
ἀπονίπτεσθαι
ἀπονίψατε
ἀπονοστέω
ἀπονόσφι
ἀποξύνω
ἀποξύω
ἀποπαπταίνω
ἀποπαύω
ἀποπέμπω
ἀποπέσῃσι
ἀποπέτομαι
ἀποπίπτω
ἀποπλάζω
ἀποπλείω
ἀποπλύνω
View word page
ἀποξύνω
[ἀπ-, ἀπο- 7 + ὀξύνω, to sharpen, fr. ὀξύς.]
Aor. infin. ἀποξῦναι Od. 9.326.
ShortDef
to bring to a point, make taper
Debugging
Headword:
ἀποξύνω
Headword (normalized):
ἀποξύνω
Headword (normalized/stripped):
αποξυνω
IDX:
1198
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1199
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀπ-, ἀπο- 7 + ὀξύνω, to sharpen, fr. ὀξύς.]</p> <p>Aor. infin. ἀποξῦναι Od. 9.326.</p>'}