Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀπόλωλε
ἀπομηνίω
ἀπομιμνήσκω
ἀπόμνυμι
ἀπομόργνυμι
ἀπομυθέομαι
ἀπόναιο
ἀποναίω
ἀπονέω
ἀπονήσεται
ἀπόνητο
ἀπονίζω
ἀπονίνημι
ἀπονίπτεσθαι
ἀπονίψατε
ἀπονοστέω
ἀπονόσφι
ἀποξύνω
ἀποξύω
ἀποπαπταίνω
ἀποπαύω
View word page
ἀπόνητο
3 sing. aor. mid. ἀπονίνημι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπόνητο
Headword (normalized):
ἀπόνητο
Headword (normalized/stripped):
απονητο
IDX:
1191
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1192
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. mid. ἀπονίνημι.</p>'}