Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπόλλυμι
ἀπόλοντο
ἀπολούω
ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαντήρ
ἀπολύω
ἀπόλωλε
ἀπομηνίω
ἀπομιμνήσκω
ἀπόμνυμι
ἀπομόργνυμι
ἀπομυθέομαι
ἀπόναιο
ἀποναίω
ἀπονέω
ἀπονήσεται
ἀπόνητο
ἀπονίζω
ἀπονίνημι
ἀπονίπτεσθαι
ἀπονίψατε
View word page
ἀπομόργνυμι

[ἀπ-, ἀπο-n(1).]

3 sing. aor. mid. ἀπομόρξατο Il. 2.269: Od. 17.304, Od. 18.200.

Nom. dual masc. pple. ἀπομορξαμένω Il. 23.739.

ShortDef

to wipe off

Debugging

Headword:
ἀπομόργνυμι
Headword (normalized):
ἀπομόργνυμι
Headword (normalized/stripped):
απομοργνυμι
IDX:
1185
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1186
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπ-, ἀπο-n(1).]</p> <p>3 sing. aor. mid. ἀπομόρξατο Il. 2.269: Od. 17.304, Od. 18.200.</p> <p>Nom. dual masc. pple. ἀπομορξαμένω Il. 23.739.</p>'}