Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπόλεσσαν
ἀπολήγω
ἀπολιχμάομαι
ἀπολλήξεις
ἀπόλλυμι
ἀπόλοντο
ἀπολούω
ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαντήρ
ἀπολύω
ἀπόλωλε
ἀπομηνίω
ἀπομιμνήσκω
ἀπόμνυμι
ἀπομόργνυμι
ἀπομυθέομαι
ἀπόναιο
ἀποναίω
ἀπονέω
ἀπονήσεται
ἀπόνητο
View word page
ἀπόλωλε

3 sing. pf. ἀπόλλυμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπόλωλε
Headword (normalized):
ἀπόλωλε
Headword (normalized/stripped):
απολωλε
IDX:
1181
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1182
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. pf. ἀπόλλυμι.</p>'}