Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπολέπω
ἀπολέσκετο
ἀπόλεσσαν
ἀπολήγω
ἀπολιχμάομαι
ἀπολλήξεις
ἀπόλλυμι
ἀπόλοντο
ἀπολούω
ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαντήρ
ἀπολύω
ἀπόλωλε
ἀπομηνίω
ἀπομιμνήσκω
ἀπόμνυμι
ἀπομόργνυμι
ἀπομυθέομαι
ἀπόναιο
ἀποναίω
ἀπονέω
View word page
ἀπολυμαντήρ

-ῆρος, ὁ

[ἀπο- 7 + λυμαίνομαι, to maltreat, fr. λύμη, outrage.]

δαιτῶν ἀ., a spoiler of feasts, a kill joy Od. 17.220, 377.

ShortDef

a destroyer

Debugging

Headword:
ἀπολυμαντήρ
Headword (normalized):
ἀπολυμαντήρ
Headword (normalized/stripped):
απολυμαντηρ
IDX:
1179
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1180
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆρος, ὁ</p> <p>[ἀπο- 7 + λυμαίνομαι, to maltreat, fr. λύμη, outrage.]</p> <p>δαιτῶν ἀ., a spoiler of feasts, a kill joy Od. 17.220, 377.</p>'}