Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀποκτείνω
ἀπολάμπω
ἀπολείβω
ἀπολείπω
ἀπολέπω
ἀπολέσκετο
ἀπόλεσσαν
ἀπολήγω
ἀπολιχμάομαι
ἀπολλήξεις
ἀπόλλυμι
ἀπόλοντο
ἀπολούω
ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαντήρ
ἀπολύω
ἀπόλωλε
ἀπομηνίω
ἀπομιμνήσκω
ἀπόμνυμι
ἀπομόργνυμι
View word page
ἀπόλλυμι
[ἀπ-, ἀπο- 7.]
ShortDef
to destroy, kill; to lose
Debugging
Headword:
ἀπόλλυμι
Headword (normalized):
ἀπόλλυμι
Headword (normalized/stripped):
απολλυμι
IDX:
1175
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1176
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀπ-, ἀπο- 7.]</p>'}