Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀποκοσμέω
ἀποκρεμάννυμι
ἀποκρίνω
ἀποκρύπτω
ἀποκτείνω
ἀπολάμπω
ἀπολείβω
ἀπολείπω
ἀπολέπω
ἀπολέσκετο
ἀπόλεσσαν
ἀπολήγω
ἀπολιχμάομαι
ἀπολλήξεις
ἀπόλλυμι
ἀπόλοντο
ἀπολούω
ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαντήρ
ἀπολύω
ἀπόλωλε
View word page
ἀπόλεσσαν
3 pl. aor. ἀπόλλυμι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπόλεσσαν
Headword (normalized):
ἀπόλεσσαν
Headword (normalized/stripped):
απολεσσαν
IDX:
1171
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1172
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. ἀπόλλυμι.</p>'}