Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀποκλίνω
ἀποκόπτω
ἀποκοσμέω
ἀποκρεμάννυμι
ἀποκρίνω
ἀποκρύπτω
ἀποκτείνω
ἀπολάμπω
ἀπολείβω
ἀπολείπω
ἀπολέπω
ἀπολέσκετο
ἀπόλεσσαν
ἀπολήγω
ἀπολιχμάομαι
ἀπολλήξεις
ἀπόλλυμι
ἀπόλοντο
ἀπολούω
ἀπολυμαίνομαι
ἀπολυμαντήρ
View word page
ἀπολέπω

[ἀπο- 1.]

Fut. infin. ἀπολεψέμεν.

ShortDef

to peel off, flay

Debugging

Headword:
ἀπολέπω
Headword (normalized):
ἀπολέπω
Headword (normalized/stripped):
απολεπω
IDX:
1169
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1170
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 1.]</p> <p>Fut. infin. ἀπολεψέμεν.</p>'}