Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγρότης
ἀγρώσσω
ἄγρωστις
ἄγυια
ἄγυρις
ἀγυρτάζω
ἀγχέμαχος
ἄγχι
ἀγχίαλος
ἀγχιβαθής
ἀγχίθεος
ἀγχιμαχητής
ἀγχίμολος
ἀγχίνοος
ἀγχιστῖνοι
ἄγχιστος
ἀγχόθι
View word page
ἀγχέμαχος

[ἄγχι + μάχομαι.]

ShortDef

fighting hand to hand

Debugging

Headword:
ἀγχέμαχος
Headword (normalized):
ἀγχέμαχος
Headword (normalized/stripped):
αγχεμαχος
IDX:
116
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.117
Key:

Data

{'content': '<p>[ἄγχι + μάχομαι.]</p>'}