Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀποκηδέω
ἀποκινέω
ἀποκλίνω
ἀποκόπτω
ἀποκοσμέω
ἀποκρεμάννυμι
ἀποκρίνω
ἀποκρύπτω
ἀποκτείνω
ἀπολάμπω
ἀπολείβω
ἀπολείπω
ἀπολέπω
ἀπολέσκετο
ἀπόλεσσαν
ἀπολήγω
ἀπολιχμάομαι
ἀπολλήξεις
ἀπόλλυμι
ἀπόλοντο
ἀπολούω
View word page
ἀπολείβω

[ἀπο- 1.]

In pass., to run down from, trickle off.

With genit.: ὀθονέων ἀπολείβεται ἔλαιον Od. 6.107.

ShortDef

to let drop off, to pour a libation

Debugging

Headword:
ἀπολείβω
Headword (normalized):
ἀπολείβω
Headword (normalized/stripped):
απολειβω
IDX:
1167
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1168
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 1.]</p> <p>In pass., to run down from, trickle off.</p> <p>With genit.: ὀθονέων ἀπολείβεται ἔλαιον Od. 6.107.</p>'}