Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀποίσετον
ἀποίχομαι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκείρω
ἀποκηδέω
ἀποκινέω
ἀποκλίνω
ἀποκόπτω
ἀποκοσμέω
ἀποκρεμάννυμι
ἀποκρίνω
ἀποκρύπτω
ἀποκτείνω
ἀπολάμπω
ἀπολείβω
ἀπολείπω
ἀπολέπω
ἀπολέσκετο
ἀπόλεσσαν
ἀπολήγω
ἀπολιχμάομαι
View word page
ἀποκρίνω
[ἀπο- 7.]
Dual aor. pple. pass. ἀποκρινθέντε.
ShortDef
to separate, set apart; mid. answer
Debugging
Headword:
ἀποκρίνω
Headword (normalized):
ἀποκρίνω
Headword (normalized/stripped):
αποκρινω
IDX:
1163
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1164
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀπο- 7.]</p> <p>Dual aor. pple. pass. ἀποκρινθέντε.</p>'}