Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄποινα
ἀποίσετον
ἀποίχομαι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκείρω
ἀποκηδέω
ἀποκινέω
ἀποκλίνω
ἀποκόπτω
ἀποκοσμέω
ἀποκρεμάννυμι
ἀποκρίνω
ἀποκρύπτω
ἀποκτείνω
ἀπολάμπω
ἀπολείβω
ἀπολείπω
ἀπολέπω
ἀπολέσκετο
ἀπόλεσσαν
ἀπολήγω
View word page
ἀποκρεμάννυμι

[ἀπο- 1.]

3 sing. aor. ἀπεκρέμασε.

ShortDef

to let hang down

Debugging

Headword:
ἀποκρεμάννυμι
Headword (normalized):
ἀποκρεμάννυμι
Headword (normalized/stripped):
αποκρεμαννυμι
IDX:
1162
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1163
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 1.]</p> <p>3 sing. aor. ἀπεκρέμασε.</p>'}