Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀποθρῴσκω
ἀποθύμιος
ἀποικίζω
ἄποινα
ἀποίσετον
ἀποίχομαι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκείρω
ἀποκηδέω
ἀποκινέω
ἀποκλίνω
ἀποκόπτω
ἀποκοσμέω
ἀποκρεμάννυμι
ἀποκρίνω
ἀποκρύπτω
ἀποκτείνω
ἀπολάμπω
ἀπολείβω
ἀπολείπω
ἀπολέπω
View word page
ἀποκλίνω
[ἀπο- 1.]
Acc. sing. masc. aor. pple. ἀποκλίναντα.
ShortDef
to turn off
Debugging
Headword:
ἀποκλίνω
Headword (normalized):
ἀποκλίνω
Headword (normalized/stripped):
αποκλινω
IDX:
1159
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1160
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀπο- 1.]</p> <p>Acc. sing. masc. aor. pple. ἀποκλίναντα.</p>'}