Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀγρόμενοι
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγρότης
ἀγρώσσω
ἄγρωστις
ἄγυια
ἄγυρις
ἀγυρτάζω
ἀγχέμαχος
ἄγχι
ἀγχίαλος
ἀγχιβαθής
ἀγχίθεος
ἀγχιμαχητής
ἀγχίμολος
ἀγχίνοος
ἀγχιστῖνοι
ἄγχιστος
View word page
ἀγυρτάζω
[ἀγείρω.]
ShortDef
to collect by begging
Debugging
Headword:
ἀγυρτάζω
Headword (normalized):
ἀγυρτάζω
Headword (normalized/stripped):
αγυρταζω
IDX:
115
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.116
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀγείρω.]</p>'}