Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀποθέσθαι
ἀπόθεστος
ἀποθνῄσκω
ἀποθρῴσκω
ἀποθύμιος
ἀποικίζω
ἄποινα
ἀποίσετον
ἀποίχομαι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκείρω
ἀποκηδέω
ἀποκινέω
ἀποκλίνω
ἀποκόπτω
ἀποκοσμέω
ἀποκρεμάννυμι
ἀποκρίνω
ἀποκρύπτω
ἀποκτείνω
ἀπολάμπω
View word page
ἀποκείρω
[ἀπο- 1.]
3 sing. aor. mid. ἀπεκείρατο.
ShortDef
to clip, cut off
Debugging
Headword:
ἀποκείρω
Headword (normalized):
ἀποκείρω
Headword (normalized/stripped):
αποκειρω
IDX:
1156
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1157
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀπο- 1.]</p> <p>3 sing. aor. mid. ἀπεκείρατο.</p>'}