Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀποέργω
ἀπόερσα
ἀποθαυμάζω
ἀποθείομαι
ἀποθέσθαι
ἀπόθεστος
ἀποθνῄσκω
ἀποθρῴσκω
ἀποθύμιος
ἀποικίζω
ἄποινα
ἀποίσετον
ἀποίχομαι
ἀποκαίνυμαι
ἀποκείρω
ἀποκηδέω
ἀποκινέω
ἀποκλίνω
ἀποκόπτω
ἀποκοσμέω
ἀποκρεμάννυμι
View word page
ἄποινα
τά
[app. ἀ-2 (not appreciably affecting the sense) + ποινή.]
A ransom.
ShortDef
a ransom; compensation
Debugging
Headword:
ἄποινα
Headword (normalized):
ἄποινα
Headword (normalized/stripped):
αποινα
IDX:
1152
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1153
Key:
Data
{'content': '<p>τά</p> <p>[app. ἀ-2 (not appreciably affecting the sense) + ποινή.]</p> <p>A ransom.</p>'}