Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀγρόθεν
ἀγροιώτης
ἀγρόμενοι
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγρότης
ἀγρώσσω
ἄγρωστις
ἄγυια
ἄγυρις
ἀγυρτάζω
ἀγχέμαχος
ἄγχι
ἀγχίαλος
ἀγχιβαθής
ἀγχίθεος
ἀγχιμαχητής
ἀγχίμολος
ἀγχίνοος
View word page
ἄγυια

ἡ.

Acc. ἄγυιαν.

Dat. ἀγυιῇ.

Nom. pl. ἀγυιαί.

Acc. ἀγυιάς.

ShortDef

street, highway

Debugging

Headword:
ἄγυια
Headword (normalized):
ἄγυια
Headword (normalized/stripped):
αγυια
IDX:
113
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.114
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ.</p> <p>Acc. ἄγυιαν.</p> <p>Dat. ἀγυιῇ.</p> <p>Nom. pl. ἀγυιαί.</p> <p>Acc. ἀγυιάς.</p>'}