Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀποδειροτομέω
ἀποδέχομαι
ἀποδιδράσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδίεμαι
ἀποδῖτε
ἀποδοῦναι
ἀποδοχμόω
ἀποδράς
ἀποδρύπτω
ἀποδύνω
ἀποδῷσι
ἀποδώσω
ἀποείκω
ἀπεῖπον
ἀποέργω
ἀπόερσα
ἀποθαυμάζω
ἀποθείομαι
ἀποθέσθαι
ἀπόθεστος
View word page
ἀποδύνω

ἀποδύνω

[ἀπο- 1.]

3 sing. aor. ἀπέδυσε Il. 4.532, Il. 18.83.

Aor. pple. ἀποδύς Od. 5.343.

ShortDef

strip off

Debugging

Headword:
ἀποδύνω
Headword (normalized):
ἀποδύνω
Headword (normalized/stripped):
αποδυνω
IDX:
1137
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1138
Key:

Data

{'content': '<p>ἀποδύνω</p> <p>[ἀπο- 1.]</p> <p>3 sing. aor. ἀπέδυσε Il. 4.532, Il. 18.83.</p> <p>Aor. pple. ἀποδύς Od. 5.343.</p>'}