Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀποβλύζω
ἀποβρίζω
ἀπογυιόω
ἀπογυμνόω
ἀποδατέομαι
ἀποδειροτομέω
ἀποδέχομαι
ἀποδιδράσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδίεμαι
ἀποδῖτε
ἀποδοῦναι
ἀποδοχμόω
ἀποδράς
ἀποδρύπτω
ἀποδύνω
ἀποδῷσι
ἀποδώσω
ἀποείκω
ἀπεῖπον
ἀποέργω
View word page
ἀποδῖτε

2 pl. aor. opt. ἀποδίδωμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποδῖτε
Headword (normalized):
ἀποδῖτε
Headword (normalized/stripped):
αποδιτε
IDX:
1132
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1133
Key:

Data

{'content': '<p>2 pl. aor. opt. ἀποδίδωμι.</p>'}