Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπόβλητος
ἀποβλύζω
ἀποβρίζω
ἀπογυιόω
ἀπογυμνόω
ἀποδατέομαι
ἀποδειροτομέω
ἀποδέχομαι
ἀποδιδράσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδίεμαι
ἀποδῖτε
ἀποδοῦναι
ἀποδοχμόω
ἀποδράς
ἀποδρύπτω
ἀποδύνω
ἀποδῷσι
ἀποδώσω
ἀποείκω
ἀπεῖπον
View word page
ἀποδίεμαι

[ἀπο- 1.]

To chase away Il. 5.763.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποδίεμαι
Headword (normalized):
ἀποδίεμαι
Headword (normalized/stripped):
αποδιεμαι
IDX:
1131
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1132
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 1.]</p> <p>To chase away Il. 5.763.</p>'}