Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀποαίρεο
ἀποβαίνω
ἀπόβλητος
ἀποβλύζω
ἀποβρίζω
ἀπογυιόω
ἀπογυμνόω
ἀποδατέομαι
ἀποδειροτομέω
ἀποδέχομαι
ἀποδιδράσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδίεμαι
ἀποδῖτε
ἀποδοῦναι
ἀποδοχμόω
ἀποδράς
ἀποδρύπτω
ἀποδύνω
ἀποδῷσι
ἀποδώσω
View word page
ἀποδιδράσκω

[ἀπο- 7 + διδράσκω in sim. sense.]

Aor. pple. ἀποδράς.

ShortDef

to run away

Debugging

Headword:
ἀποδιδράσκω
Headword (normalized):
ἀποδιδράσκω
Headword (normalized/stripped):
αποδιδρασκω
IDX:
1129
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1130
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 7 + διδράσκω in sim. sense.]</p> <p>Aor. pple. ἀποδράς.</p>'}