Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀγριόφωνος
ἀγρόθεν
ἀγροιώτης
ἀγρόμενοι
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγρότης
ἀγρώσσω
ἄγρωστις
ἄγυια
ἄγυρις
ἀγυρτάζω
ἀγχέμαχος
ἄγχι
ἀγχίαλος
ἀγχιβαθής
ἀγχίθεος
ἀγχιμαχητής
ἀγχίμολος
View word page
ἄγρωστις
ἡ.
ShortDef
a grass that mules fed on
Debugging
Headword:
ἄγρωστις
Headword (normalized):
ἄγρωστις
Headword (normalized/stripped):
αγρωστις
IDX:
112
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.113
Key:
Data
{'content': '<p>ἡ.</p>'}