Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀποαίνυμαι
ἀποαίρεο
ἀποβαίνω
ἀπόβλητος
ἀποβλύζω
ἀποβρίζω
ἀπογυιόω
ἀπογυμνόω
ἀποδατέομαι
ἀποδειροτομέω
ἀποδέχομαι
ἀποδιδράσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδίεμαι
ἀποδῖτε
ἀποδοῦναι
ἀποδοχμόω
ἀποδράς
ἀποδρύπτω
ἀποδύνω
ἀποδῷσι
View word page
ἀποδέχομαι

[ἀπο- 7.]

3 sing. aor. ἀπεδέξατο.

ShortDef

to accept from

Debugging

Headword:
ἀποδέχομαι
Headword (normalized):
ἀποδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
αποδεχομαι
IDX:
1128
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1129
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 7.]</p> <p>3 sing. aor. ἀπεδέξατο.</p>'}