Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπό
ἀποαίνυμαι
ἀποαίρεο
ἀποβαίνω
ἀπόβλητος
ἀποβλύζω
ἀποβρίζω
ἀπογυιόω
ἀπογυμνόω
ἀποδατέομαι
ἀποδειροτομέω
ἀποδέχομαι
ἀποδιδράσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδίεμαι
ἀποδῖτε
ἀποδοῦναι
ἀποδοχμόω
ἀποδράς
ἀποδρύπτω
ἀποδύνω
View word page
ἀποδειροτομέω

[ἀπο- 7.]

To cut the throat of: Τρώων τέκνα Il. 18.336, Il. 23.22: μῆλα Od. 11.35.

ShortDef

to slaughter by cutting off the head

Debugging

Headword:
ἀποδειροτομέω
Headword (normalized):
ἀποδειροτομέω
Headword (normalized/stripped):
αποδειροτομεω
IDX:
1127
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1128
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 7.]</p> <p>To cut the throat of: Τρώων τέκνα Il. 18.336, Il. 23.22: μῆλα Od. 11.35.</p>'}