Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄπνευστος
ἀπό
ἀποαίνυμαι
ἀποαίρεο
ἀποβαίνω
ἀπόβλητος
ἀποβλύζω
ἀποβρίζω
ἀπογυιόω
ἀπογυμνόω
ἀποδατέομαι
ἀποδειροτομέω
ἀποδέχομαι
ἀποδιδράσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδίεμαι
ἀποδῖτε
ἀποδοῦναι
ἀποδοχμόω
ἀποδράς
ἀποδρύπτω
View word page
ἀποδατέομαι
[ἀπο- 7.]
Fut. ἀποδάσσομαι Il. 17.231, Il. 24.595.
Infin. ἀποδάσσεσθαι Il. 22.118.
ShortDef
to portion out to
Debugging
Headword:
ἀποδατέομαι
Headword (normalized):
ἀποδατέομαι
Headword (normalized/stripped):
αποδατεομαι
IDX:
1126
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1127
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀπο- 7.]</p> <p>Fut. ἀποδάσσομαι Il. 17.231, Il. 24.595.</p> <p>Infin. ἀποδάσσεσθαι Il. 22.118.</p>'}