Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπιών
ἁπλοΐς
ἄπνευστος
ἀπό
ἀποαίνυμαι
ἀποαίρεο
ἀποβαίνω
ἀπόβλητος
ἀποβλύζω
ἀποβρίζω
ἀπογυιόω
ἀπογυμνόω
ἀποδατέομαι
ἀποδειροτομέω
ἀποδέχομαι
ἀποδιδράσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδίεμαι
ἀποδῖτε
ἀποδοῦναι
ἀποδοχμόω
View word page
ἀπογυιόω

[ἀπο- 7.]

To lame, cripple; fig., to deprive (of vigour): μή μʼ ἀπογυιώσῃς μένεος Il. 7.265.

ShortDef

to deprive

Debugging

Headword:
ἀπογυιόω
Headword (normalized):
ἀπογυιόω
Headword (normalized/stripped):
απογυιοω
IDX:
1124
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1125
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπο- 7.]</p> <p>To lame, cripple; fig., to deprive (of vigour): μή μʼ ἀπογυιώσῃς μένεος Il. 7.265.</p>'}