Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀπίσχω
ἀπιών
ἁπλοΐς
ἄπνευστος
ἀπό
ἀποαίνυμαι
ἀποαίρεο
ἀποβαίνω
ἀπόβλητος
ἀποβλύζω
ἀποβρίζω
ἀπογυιόω
ἀπογυμνόω
ἀποδατέομαι
ἀποδειροτομέω
ἀποδέχομαι
ἀποδιδράσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδίεμαι
ἀποδῖτε
ἀποδοῦναι
View word page
ἀποβρίζω
[ἀπο- 7.]
Masc. pl. aor. pple. ἀποβρίξαντες.
ShortDef
to go off to sleep, go sound asleep
Debugging
Headword:
ἀποβρίζω
Headword (normalized):
ἀποβρίζω
Headword (normalized/stripped):
αποβριζω
IDX:
1123
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1124
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀπο- 7.]</p> <p>Masc. pl. aor. pple. ἀποβρίξαντες.</p>'}