Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀπινύσσω
ἄπιος
ἀπιστέω
ἄπιστος
ἀπίσχω
ἀπιών
ἁπλοΐς
ἄπνευστος
ἀπό
ἀποαίνυμαι
ἀποαίρεο
ἀποβαίνω
ἀπόβλητος
ἀποβλύζω
ἀποβρίζω
ἀπογυιόω
ἀπογυμνόω
ἀποδατέομαι
ἀποδειροτομέω
ἀποδέχομαι
ἀποδιδράσκω
View word page
ἀποαίρεο
imp. mid. ἀφαιρέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποαίρεο
Headword (normalized):
ἀποαίρεο
Headword (normalized/stripped):
αποαιρεο
IDX:
1119
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1120
Key:
Data
{'content': '<p>imp. mid. ἀφαιρέω.</p>'}