Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄγριος
ἀγριόφωνος
ἀγρόθεν
ἀγροιώτης
ἀγρόμενοι
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγρότης
ἀγρώσσω
ἄγρωστις
ἄγυια
ἄγυρις
ἀγυρτάζω
ἀγχέμαχος
ἄγχι
ἀγχίαλος
ἀγχιβαθής
ἀγχίθεος
ἀγχιμαχητής
View word page
ἀγρώσσω
[ἀγρέω.]
ShortDef
to catch
Debugging
Headword:
ἀγρώσσω
Headword (normalized):
ἀγρώσσω
Headword (normalized/stripped):
αγρωσσω
IDX:
111
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.112
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀγρέω.]</p>'}