Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀπήωρος
ἀπιθέω
ἄπιθι
ἀπινύσσω
ἄπιος
ἀπιστέω
ἄπιστος
ἀπίσχω
ἀπιών
ἁπλοΐς
ἄπνευστος
ἀπό
ἀποαίνυμαι
ἀποαίρεο
ἀποβαίνω
ἀπόβλητος
ἀποβλύζω
ἀποβρίζω
ἀπογυιόω
ἀπογυμνόω
ἀποδατέομαι
View word page
ἄπνευστος
[ἀ-1 + πνευ-, πνέω.]
ShortDef
breathless
Debugging
Headword:
ἄπνευστος
Headword (normalized):
ἄπνευστος
Headword (normalized/stripped):
απνευστος
IDX:
1116
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1117
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀ-1 + πνευ-, πνέω.]</p>'}