Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπηνής
ἀπήραξε
ἀπηύρα
ἀπήχθετο
ἀπήωρος
ἀπιθέω
ἄπιθι
ἀπινύσσω
ἄπιος
ἀπιστέω
ἄπιστος
ἀπίσχω
ἀπιών
ἁπλοΐς
ἄπνευστος
ἀπό
ἀποαίνυμαι
ἀποαίρεο
ἀποβαίνω
ἀπόβλητος
ἀποβλύζω
View word page
ἄπιστος

[ἀ-1 + πιστός.]

ShortDef

not to be trusted

Debugging

Headword:
ἄπιστος
Headword (normalized):
ἄπιστος
Headword (normalized/stripped):
απιστος
IDX:
1112
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1113
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀ-1 + πιστός.]</p>'}