Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀπῆν
ἀπήνη
ἀπηνήναντο
ἀπηνής
ἀπήραξε
ἀπηύρα
ἀπήχθετο
ἀπήωρος
ἀπιθέω
ἄπιθι
ἀπινύσσω
ἄπιος
ἀπιστέω
ἄπιστος
ἀπίσχω
ἀπιών
ἁπλοΐς
ἄπνευστος
ἀπό
ἀποαίνυμαι
ἀποαίρεο
View word page
ἀπινύσσω
[ἀ-1 + πινυ-, πινυτός.]
ShortDef
to lack understanding, be senseless
Debugging
Headword:
ἀπινύσσω
Headword (normalized):
ἀπινύσσω
Headword (normalized/stripped):
απινυσσω
IDX:
1109
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1110
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀ-1 + πινυ-, πινυτός.]</p>'}